- ταὐτοειδής
- ταὐτο-ειδής, ές,A having the form of identity, Dam.Pr.340. Adv. -ειδῶς, synonym for ὡσαύτως, ib.349.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταυτοειδής — ές, ΜΑ αυτός που έχει την ίδια ακριβώς μορφή με κάποιον άλλον («μίαν... θεότητος φύσιν τὴν ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν ἰδικαῑς, αἱ σύμμορφοι καὶ ταυτοειδεῑς ἀλλήλαις», Καισάρ.). επίρρ... ταὐτοειδῶς ΜΑ πανομοιότυπα, το ίδιο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ταὐτοειδῆ — ταὐτοειδής having the form of identity neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταὐτοειδής having the form of identity masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ταὐτοειδής having the form of identity masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοειδεῖς — ταὐτοειδής having the form of identity masc/fem acc pl ταὐτοειδής having the form of identity masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοειδές — ταὐτοειδής having the form of identity masc/fem voc sg ταὐτοειδής having the form of identity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοειδοῦς — ταὐτοειδής having the form of identity masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοειδῶς — ταὐτοειδής having the form of identity adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek